κοτσαμπασισμός

κοτσαμπασισμός
ο
βλ. κοτζαμπασισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοτζαμπασισμός — και κοτσαμπασισμός και κοτζιαμπασισμός, ο 1. η αυταρχική και δεσποτική συμπεριφορά τών κοτζαμπάσηδων έναντι τών ομοφύλων τους χριστιανών 2. μτφ. δεσποτισμός, σατραπισμός, αυταρχικότητα, αυθαιρεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοτζάμπασης. Η λ., στον τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”